- πελανούς
- πελανόςany thick liquid substancemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελάνους — πέλανος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστιος — α, ο / παρέστιος, ον ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek